λῃστοδιώκτης

λῃστοδιώκτης
λῃστο-δῐώκτης, ου, , =
A latrunculator, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λῃστοδιώκτης — latrunculator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστοδιώκτης — ο (AM λῃστοδιώκτης) ο διώκτης ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + διώκτης (< διώκω)] …   Dictionary of Greek

  • λῃστοδιωκτῶν — λῃστοδιώκτης latrunculator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστοδιώκτην — λῃστοδιώκτης latrunculator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστοδιώκτας — λῃστοδιώκτᾱς , λῃστοδιώκτης latrunculator masc acc pl λῃστοδιώκτᾱς , λῃστοδιώκτης latrunculator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστοδιωκτικός — ή, ό αυτός που ασχολείται με τη δίωξη τών ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστοδιώκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”